πεσιμιστής

πεσιμιστής
και παλ. τ. πεσσιμιστής, ο, θηλ. πεσιμίστρια
1. οπαδός τού πεσιμισμού
2. αυτός που έχει την τάση να βλέπει τα πράγματα μόνον από την άσχημη πλευρά τους, απαισιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pessimiste (βλ. λ. πεσιμισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεσιμιστής — ο 1. οπαδός της θεωρίας του πεσιμισμού. 2. απαισιόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεσιμιστικός — και παλ. τ. πεσσιμιστικός, ή, ό, Ν [πεσιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεσιμισμό 2. απαισιόδοξος. επίρρ... πεσιμιστικά με πεσιμιστικό τρόπο με απαισιοδοξία, απαισιόδοξα …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”